- τρήρων
- -ωνος, ὁ, ἡ, Α1. ως επίθ. (για άγρια περιστέρια) δειλός, φοβιτσιάρης («πέλειαι τρήρωνες», Ομ. Οδ.)2. το θηλ. ως ουσ. α) το θηλυκό περιστέριβ) μτφ. χαρακτηρισμός γυναίκας.[ΕΤΥΜΟΛ. < Το ουσ. τρήρ-ων έχει σχηματιστεί με επίθημα -ων, -ωνος (πρβλ. γάστρ-ων, δρόμ-ων από ένα επίθ. *τρηρός / *τρᾱρός, που μαρτυρείται στους τ. που παραδίδει ο Ησύχιος: «τρηρόν ἐλαφρόν, ταχύ» και «τραρόντ[ρ]αχύ». Ο αρχικός τ. τρᾱρόν (< *τρᾰσ-ρόν με αντέκταση) ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τρᾰσ- τής ρίζας *tres- τού ρήματος τρέω* «τρέπομαι σε φυγή από φόβο» με επίθημα -ρόν].
Dictionary of Greek. 2013.